- δελφινιάς
- δελφῑν-ιάς, άδος, ἡ,A = δελφίνιον 11, Ps.-Dsc.3.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελφινιάς — δελφινιάς, η (Α) [δελφίς] το φυτό δελφίνιον* … Dictionary of Greek
δελφινιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφίνιον — Ονομασία ναών κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός της Αθήνας που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνακαι της Δελφινίας Άρτεμης και χτίστηκε από τον Αιγέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό όταν κατασκευαζόταν. Οι εργάτες… … Dictionary of Greek